- λεύκανση
- Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι απαραίτητη, επειδή όλες οι ίνες στη φυσική τους κατάσταση είναι έγχρωμες με κίτρινη απόχρωση, λιγότερο ή περισσότερο έντονη, και δεν φτάνουν χωρίς επεξεργασία στον βαθμό λευκότητας που απαιτεί το εμπόριο.
Στο παρελθόν η λ. γινόταν με μακρά έκθεση των υφαντικών ινών στον αέρα, το όζον του οποίου έχει λευκαντική δράση. Σήμερα, η διαδικασία βασίζεται στην οξειδωτική ή αναγωγική αποσύνθεση των χρωστικών ουσιών, με επίδραση οξειδωτικών ή αναγωγικών χημικών προϊόντων, έτσι ώστε να μην προκαλείται αισθητή καταστροφή των υπό επεξεργασία υλικών. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα προϊόντα και τη φύση των υλικών τα οποία υφίστανται την κατεργασία, η λ. πραγματοποιείται σε ουδέτερα, όξινα ή αλκαλικά λουτρά, σε θερμοκρασίες κυμαινόμενες μεταξύ 40°C και 115°C και σε διαφορετικές συσκευές, ανάλογα με το στάδιο επεξεργασίας των εμπορευμάτων. Οι μηχανές αυτές είναι οι ίδιες που χρησιμοποιούνται και για τη βαφή.
Τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη λ. είναι το υποχλωριώδες νάτριο (NaClO), το χλωριώδες νάτριο (NaClO2), το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) και το υδροθειώδες νάτριο (NaΗSO3).
λευκαντικά οπτικά ή κυανίζοντα οπτικά. Οργανικά προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελάχιστα ποσοστά (0,05-0,1%) στις υφαντικές ίνες που έχουν ήδη λευκανθεί με τα συνήθη μέσα ώστε να αυξηθεί ο βαθμός λευκότητάς τους. Τα προϊόντα αυτά, αν και είναι άχροα, έχουν σύσταση και ιδιότητες ανάλογες με των χρωμάτων. Είναι επομένως ικανά να σταθεροποιηθούν επάνω στις ίνες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία πολλών συζυγιακών διπλών δεσμών στο μόριό τους και έχουν την ιδιότητα να απορροφούν τις υπεριώδεις ακτινοβολίες και συγχρόνως να εκπέμπουν μια αντίστοιχη ποσότητα ορατών ακτινοβολιών σε απόχρωση λευκοϊώδη ή λευκοκυανή. Επειδή οι υπεριώδεις ακτινοβολίες είναι αόρατες, το ανθρώπινο μάτι δέχεται ποσότητα φωτός μεγαλύτερη από την προσπίπτουσα, λόγω διάχυσης, και έτσι προκαλείται στον παρατηρητή η εντύπωση μιας εντονότερης λευκότητας. Προκύπτει λοιπόν ότι όσο περισσότερες υπεριώδεις ακτινοβολίες υπάρχουν στο φως που φωτίζει ένα αντικείμενο τόσο ισχυρότερη θα είναι η εντύπωση του λευκού στον θεατή. Τα λευκαντικά οπτικά δεν έχουν, γενικά, αντοχή στο φως και η έκθεσή τους στις ηλιακές ακτίνες προκαλεί ταχεία μείωση των αποτελεσμάτων τους.
* * *η (AM λεύκανσις) [λευκαίνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λευκαίνω, άσπρισμα, λεύκασμα2. κάθαρση, καθάρισμανεοελλ.1. (χημ. τεχνολ.) το σύνολο τών χημικών κατεργασιών που αποσκοπούν στον πλήρη ή μερικό αποχρωματισμό και στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων ξένων υλών από προϊόντα τής κλωστοϋφαντουργίας και τής χαρτοποιίας2. (ελαίουργ.) ο αποχρωματισμός τών λιπαρών ουσιών ο οποίος γίνεται με σκοπό την εξάλειψη ή την εξασθένιση τού φυσικού τους χρώματος.
Dictionary of Greek. 2013.